υδροσωλήνας

υδροσωλήνας
ο, Ν
σωλήνας διοχέτευσης νερού, υδραγωγός σωλήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + σωλήνας. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. ὑδροσωλῆνες, μαρτυρείται από το 1894 στο περιοδικό Παρνασσός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υδροσωλήνας — ο σωλήνας για διοχέτευση νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσουνάρα — η [κουτσουνάρι] υδροσωλήνας κτηρίου, υδρορρόη, λούκι …   Dictionary of Greek

  • λούκι — το 1. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι 2. αυλάκι σε ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια 3. φρ. α) «μπήκα στο λούκι» αναγκάστηκα να προσαρμοστώ ή να συμβιβαστώ αλλάζοντας σε έναν βαθμό τον τρόπο ζωής μου β) «έπεσα σε λούκι» βρέθηκα σε δυσάρεση κατάσταση.… …   Dictionary of Greek

  • μάνικα — η (Μ μάνικα) νεοελλ. υδροσωλήνας αντλιών από χοντρό ύφασμα, καουτσούκ ή πλαστικό, που χρησιμοποιείται για μετάγγιση ή εκτόξευση νερού μσν. σιδερένια θωράκιση για την προστασία τών βραχιόνων πολεμιστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. manicae, arum «χειρίδες,… …   Dictionary of Greek

  • νεροσωλήνας — ο σωλήνας για διοχέτευση νερού, υδροσωλήνας …   Dictionary of Greek

  • υδραγωγός — ο, / ὑδραγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» ο υδροσωλήνας β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.) νεοελλ. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός α) τεχνολ.… …   Dictionary of Greek

  • κιούγκι — το (λ. τουρκ.), υδροσωλήνας, σωλήνας οχετού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λούκι — το (λ. τουρκ.), ο υδροσωλήνας της στέγης: Πλημμυρίσαμε γιατί βουλώσανε τα λούκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδαταγωγός, -ός, -ό — 1. που φέρνει το νερό, υδραγωγός. 2. το αρσ. ως ουσ., υδαταγωγός αγωγός νερού, υδροσωλήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδραγωγείο — το 1. σωλήνας ή αυλάκι που διοχετεύει το νερό σε μια κατεύθυνση, υδαταγωγός, υδροσωλήνας. 2. τεχνικό έργο που μεταφέρει το νερό από την πηγή σε άλλον τόπο για ύδρευση των κατοίκων του: Αδριάνειο υδραγωγείο. 3. η δεξαμενή όπου αποθηκεύεται το νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”